- Πυθαΐς
- Πῡθα-ΐς, ΐδος, ἡ,A sacred mission or θεωρία sent to Delphi, Is.7.27, SIG696 A 6 (Delph., ii B.C.), prob. ib.296 (iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυθαΐς — ΐδος, ἡ, Α ιερή πομπή που αποστελλόταν από τους Αθηναίους στους Δελφούς και η θυσία που τελούσαν εκεί προς τιμήν τού Πυθίου Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθα εύς + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
πυθαΐζω — Α [πυθαΐς] ζητώ χρησμό από τον Πύθιο Απόλλωνα τών Δελφών … Dictionary of Greek
πυθαϊστής — και πυθιαστής, ὁ, Α 1. μέλος τής πυθαΐδος 2. στον πληθ. oἱ πυθαϊσταί ή πυθιασταί ιερείς τού βωμού τού Αστραπαίου Διός στην Αθήνα οι οποίοι, όταν έβλεπαν αστραπή προς την κατεύθυνση τής κώμης τής Αττικής Άρμα Διός, ειδοποιούσαν τους Αθηναίους, οι… … Dictionary of Greek